- αντίτομος
- ἀντίτομος, -ον (Α) [αντιτέμνω]1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» — φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίτομον — ἀντίτομος cut as a remedy for masc/fem acc sg ἀντίτομος cut as a remedy for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτόμους — ἀντίτομος cut as a remedy for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίτομα — ἀντίτομος cut as a remedy for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фармакидис, Феоклит — Художник Тсокос, Дионисиос Феоклит Фармакидис Феоклит Фармакидис (греч … Википедия
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek